- ἀ-κατά-παυστος
ἀ-κατά-παυστος, ohne Ende, immerwährend, ἀρχή Plut. Arat. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. Caes. 57; στά-σεις, nicht beizulegen, Pol. 4, 17, 4; Diod. 11, 67; ὰμαρτίας, fortwährend sündigend, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατά-παυστος, ohne Ende, immerwährend, ἀρχή Plut. Arat. 26; τὸ μοναρχίας ἀκ. Caes. 57; στά-σεις, nicht beizulegen, Pol. 4, 17, 4; Diod. 11, 67; ὰμαρτίας, fortwährend sündigend, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάπαυστος — εὐκατάπαυστος, ον (ΑΜ) αυτός που καταπαύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παυστος (< κατα παύω), πρβλ. α κατά παυστος, δυσ κατά παυστος] … Dictionary of Greek