- ἀ-κατα-ληψία
ἀ-κατα-ληψία, ἡ, Unbegreiflichkeit, bei den Sceptikern, Cic. Att. 13, 19; Plut. adv. Col. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατα-ληψία, ἡ, Unbegreiflichkeit, bei den Sceptikern, Cic. Att. 13, 19; Plut. adv. Col. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
ορκοληψία — η η όρκιση σε δικαστή ή άλλης αρμόδιας αρχής νεοδιοριζόμενου δημόσιου λειτουργού κατά την ανάληψη τών καθηκόντων του μετά τη δημοσίευση τού διορισμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. αιμο ληψία. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek
ναρκοληψία — Ειδική παθολογική κατάσταση που συνίσταται σε ξαφνικά επεισόδια ακατανίκητης τάσης προς ύπνο σε άτομα που βρίσκονται σε πλήρη δραστηριότητα. Ο ύπνος αυτός παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φυσιολογικού ύπνου και επέρχεται κατά παροξυσμούς… … Dictionary of Greek