- περι-στόμιος
περι-στόμιος, um den Mund, die Oeffnung gehend, Opp. Hal. 3, 603; τὸ π., die Mündung oder Oeffnung eines Gefäßes, πίϑου, Pol. 22, 11, 15; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-στόμιος, um den Mund, die Oeffnung gehend, Opp. Hal. 3, 603; τὸ π., die Mündung oder Oeffnung eines Gefäßes, πίϑου, Pol. 22, 11, 15; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικροστόμιος — μικροστόμιος, ον (Α) μικρόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμιος (< στόμος), πρβλ. περι στόμιος] … Dictionary of Greek
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek