- ἀ-κατ-αιτίᾱτος
ἀ-κατ-αιτίᾱτος, unschuldig, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατ-αιτίᾱτος, unschuldig, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιτιατικός — ή, ό (Α αἰτιατικός, ή, όν) [αἰτιατός] νεοελλ. αρχ. (το θηλυκό ως ουσ.) η αιτιατική* μσν. 1. αιτιώδης 2. αυτός που διατυπώνει κατηγορία 3. επίρρ. αἰτιατικῶς κατ’ αιτιατική … Dictionary of Greek