- ἀ-κατα-σκεύαστος
ἀ-κατα-σκεύαστος, unbearbeitet, roh, LXX., nicht gekünstelt; so adv. neben ἁπλῶς Dion. H. de Isaeo 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατα-σκεύαστος, unbearbeitet, roh, LXX., nicht gekünstelt; so adv. neben ἁπλῶς Dion. H. de Isaeo 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek
νάρφη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκευαστὸς ἄρτος, ὃ καὶ μασιτρίς» … Dictionary of Greek