- ἀ-κατα-στασία
ἀ-κατα-στασία, ἡ, Unbeständigkeit, Polyb. 7, 4, 8; gew. Unruhe, Aufruhr, neb. ταραχή Pol. 1, 70, 1; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κατα-στασία, ἡ, Unbeständigkeit, Polyb. 7, 4, 8; gew. Unruhe, Aufruhr, neb. ταραχή Pol. 1, 70, 1; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχοστασία — Το ζύγισμα των ψυχών πάνω σε πλάστιγγα. Η ιδέα αυτή συναντάται στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, ως κρίση των νεκρών. Ανάλογη με τα αποτελέσματα του ζυγίσματος ήταν και η ευτυχία της μέλλουσας ζωής. Στην ομηρική εποχή, η ψ. ήταν διαφορετική και… … Dictionary of Greek