ἀ-κατα-πάλαιστος

ἀ-κατα-πάλαιστος

ἀ-κατα-πάλαιστος, im Ringen unbesieglich, Schol. Pind.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκαταπάλαιστος — εὐκαταπάλαιστος, ον (Α) αυτός που καταβάλλεται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παλαιστος (< κατα παλαίω), πρβλ. α κατα πάλαιστος] …   Dictionary of Greek

  • οκταπάλαιστος — ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”