ἀ-κατα-πτόητος

ἀ-κατα-πτόητος

ἀ-κατα-πτόητος, unerschrocken, Schol. Il. 3, 63.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκαταπτόητος — εὐκαταπτόητος, ον (Α) αυτός που καταπτοείται, που τρομοκρατείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτοητος (< κατα πτοώ), πρβλ. α κατα πτόητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”