ἀ-καρής

ἀ-καρής

ἀ-καρής, ές (VLL. βραχύς, ὀξύς, ὃν οὐχ οἷόντε κεῖραι, von den Atticisten empfohlen), von der Zeit, kurz: ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ Ar. Plut. 244; ἀκαρὲς ὥρας Plut. Ant. 28 Adv. St. 8 u. öfter; ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου Luc. Char. 14 Tim. 3, 23; ohne χρόνου Asin. 37 u. öfter; ἀκαρὴς πεφιλιππίδωται Alex. Ath. XII, 522 e; beinahe, ὁρᾷς; ἀκαρὴς παρόλωλας ἀρτίως Men. E. M. 45, 22. – Adverbial: ἀκαρῆ, Ar., ausgehend von Stellen, wie Av. 1649 τῶν πατρῴων οὐδ' ἀκαρῆ μέτ-εστί σοι, Vesp. 701 Nub. 488, bes. mit der Negation, χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Vesp. 541; ὅτι οὐδ' ἀκαρῆ δανείσοι Dem. 50, 56; παρ' ἀκαρῆ, beinah, Axioch. 366 c; – τὸ ἀκαρές, der Ring am kleinen Finger, Poll. 5, 100.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάρης — κάρα head fem gen sg (epic ionic) κείρω kṛṇā´ti aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”