ἀκαριαῖος

ἀκαριαῖος

ἀκαριαῖος, klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκαριαῖος — momentary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαριαίος — αία, αίο ( ος, α, ον) (Α ἀκαριαῑος) [ἀκαρής] αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος …   Dictionary of Greek

  • ακαριαίος — α, ο επίρρ. α που γίνεται στη στιγμή: Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαριαῖον — ἀκαριαῖος momentary masc acc sg ἀκαριαῖος momentary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαριαῖα — ἀκαριαῖος momentary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαριαία — ἀκαριαί̱ᾱ , ἀκαριαῖος momentary fem nom/voc/acc dual ἀκαριαί̱ᾱ , ἀκαριαῖος momentary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαριαίας — ἀκαριαί̱ᾱς , ἀκαριαῖος momentary fem acc pl ἀκαριαί̱ᾱς , ἀκαριαῖος momentary fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαριαίων — ἀκαριαί̱ων , ἀκαριαῖος momentary fem gen pl ἀκαριαί̱ων , ἀκαριαῖος momentary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαριαίως — ἀκαριαί̱ως , ἀκαριαῖος momentary adverbial ἀκαριαί̱ως , ἀκαριαῖος momentary masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”