- ἀγαπ-ήνωρ
ἀγαπ-ήνωρ, ορος, ὁ (ήνορέην ἀγαπῶν, VLL.), Mannhaftigkeit liebend, mannhaft, Beiwort der Helden, z. B. Il. 8, 114. 13, 756 Od. 7, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγαπ-ήνωρ, ορος, ὁ (ήνορέην ἀγαπῶν, VLL.), Mannhaftigkeit liebend, mannhaft, Beiwort der Helden, z. B. Il. 8, 114. 13, 756 Od. 7, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… … Dictionary of Greek
θρεψήνωρ — θρεψήνωρ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που τρέφει τους άνδρες («θρεψήνορα δαῑτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + ήνωρ < ανήρ (πρβλ. αγαπ ήνωρ, αγ ήνωρ)] … Dictionary of Greek
λυσήνωρ — λυσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπ ήνωρ, αλεξ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] … Dictionary of Greek