ἀ-γύμναστος

ἀ-γύμναστος

ἀ-γύμναστος, ungeübt, ἀγώνων, in Kämpfen, Plat. Legg. I, 647 d; πόνων Rep. X, 619 d; τούτων Xen. Cvr. 1, 6, 29; πρὸς τὸ σωφρονεῖν Plat. Legg. VII, 816 a. – Eur. ἀγ. πλάνοις, in und durch, Hel. 341. Uebertr. νόσῳ ἀγ., nicht gequält, Soph. Tr. 1073. – Oft bei Plut. u. Sp. – Adv. ἀγυμνάστως, z. B. ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 2, 1, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”