ἀ-κύμων [2]

ἀ-κύμων [2]

ἀ-κύμων, ον (κυέω), unfruchtbar, νηδύς Eur. Andr. 158; Moschio Stob. ecl. 1, p. 242.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοκύμων — θεοκύμων, ἡ (AM) (για την Παναγία) αυτή που συνέλαβε και γέννησε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κύμων (< κύμα < κυώ), πρβλ. α κύμων, εφι κύμων] …   Dictionary of Greek

  • λειοκύμων — λειοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + κύμων (< κῦμα), πρβλ. α κύμων, εγ κύμων] …   Dictionary of Greek

  • λευκοκύμων — λευκοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) λευκός από τον αφρό τών κυμάτων («λευκοκύμοσιν... ᾐόσιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κύμων < κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκύμων — μεγαλοκύμων, ον (ΑM) αυτός που σηκώνει μεγάλα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κυμων (< κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] …   Dictionary of Greek

  • μυριοκύμων — μυριοκύμων, ὁ και ἡ (Μ) αυτός που έχει ή ξεσηκώνει αναρίθμητα κύματα («μυριοκύμων κλύδων», Κ. Μανασσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κύμων (< κύμα), πρβλ. πολυ κύμων] …   Dictionary of Greek

  • περικύμων — ον, Α (για νησί) αυτός που περιβάλλεται από κύματα («Σαλαμῑνος... νάσου περικύμονος οἰκήσας ἕδραν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύμων (< κῦμα), πρβλ. αμφι κύμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκύμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που για πρώτη φορά κυοφορεί («νεανίσκος ἔρωτος πρωτοκύμων οὐ δεῑται διδασκαλίας πρὸς τὸν τοκετόν», Αχιλλ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο, βλαστάρι»), πρβλ. πολυ κύμων] …   Dictionary of Greek

  • στενοκύμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κύματα μέσα σε στενά («στενοκύμων πορθμός», Αρχέστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), πρβλ. πολυ κύμων (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • αλικύμων — ἁλικύμων ( ονος) (Α) ο περιβρεχόμενος από κύματα, από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + κύμων < κύμα] …   Dictionary of Greek

  • αμφικύμων — ἀμφικύμων ( ονος), ον (Α) [κῡμα] αυτός που τόν χτυπούν τα κύματα από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κύμων < κῦμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”