- ἀ-κύρωτος
ἀ-κύρωτος, nicht bestätigt, Eur. Ion 801.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κύρωτος, nicht bestätigt, Eur. Ion 801.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκύρωτος — θεοκύρωτος, ον (Μ) ο επικυρωμένος από τον θεό («τὰς ἀποστολικὰς καὶ θεοκυρώτους παραδόσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κύρωτος (< κυρώ), πρβλ. α κύρωτος, αν επι κύρωτος] … Dictionary of Greek