- ἀ-κόλακος
ἀ-κόλακος, nicht schmeichelnd, mit ἁπλοῠς verb., Diog. L. 2, 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κόλακος, nicht schmeichelnd, mit ἁπλοῠς verb., Diog. L. 2, 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλακος — κόλαξ flatterer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek