- ἀκόντως
ἀκόντως, ungern, Plat. u. a. S. ἄκων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκόντως, ungern, Plat. u. a. S. ἄκων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακόντως — ἀκόντως επίρρ. (Α) [ἄκων ΙΙ] χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια … Dictionary of Greek
ἀκόντως — ἀέκων involuntary indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… … Dictionary of Greek