- προ-ποδών
προ-ποδών, adv., statt πρὸ ποδῶν, vor den Füßen, zunächst vorliegend, dah. von der Zeit = gegenwärtig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ποδών, adv., statt πρὸ ποδῶν, vor den Füßen, zunächst vorliegend, dah. von der Zeit = gegenwärtig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
προποδών — ΝΜ επίρρ. μπροστά στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προποδών ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός τών ἐμποδών*, ἐκποδών είτε ως σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ποδῶν] … Dictionary of Greek
нога — НОГ|А (641), Ы с. 1.Нога, одна из двух нижних конечностей человека: Кротъко стѹпани‹ѥ› ‹и›мѣ||и ногама своима. поне же на мѣстѣ ст҃ѣмь стаѥши. Изб 1076, 253–253 об.; бѣаше бо по истинѣ чл҃овѣкъ б҃жии трѹды подвиза˫ас˫а дѣла˫а по вс˫а ‹дни› не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
προκαλινδούμαι — έομαι, Α κυλιέμαι, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου, προσπίπτω («προκαλινδουμένη τῶν ποδῶν ἱκετεύης», Αρισταιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι»] … Dictionary of Greek
πρότιμος — ον, Α 1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ ἀνδρῶν ἔργ ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.) 2. (για λίθους) πολύτιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιμος (< τιμή) … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek