- ἀγων-άρχης
ἀγων-άρχης, ὁ, Kampfordner und -richter, Soph. Ai. 569.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγων-άρχης, ὁ, Kampfordner und -richter, Soph. Ai. 569.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
agonarch — rare 0. (ˈægənɑːk) [ad. Gr. ἀγωνάρχ ης a judge of a contest, f. ἀγών (see agon) + αρχης ruler.] ‘A judge or overseer in feats of activity, a master of revels.’ Blount Glossogr. 1656; whence in mod. Dicts … Useful english dictionary