ἀγωνο-θέτης

ἀγωνο-θέτης

ἀγωνο-θέτης, , Kampfordner, -richter, Her. 6, 127 (nach Phot. in den scenischen Spielen); übh. Richter, Xen. An. 3, 1, 21; πολιτικῆς ἀρετῆς Aesch. 3, 180; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοθετώ — ζωοθετῶ, έω (Α) ζωοποιώ*. εμβάλλω σε κάποιον ζωή, κάνω κάποιον ζωντανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θετώ (< θέτης < τί θη μι), πρβλ. αγωνο θέτης > αγωνο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… …   Dictionary of Greek

  • θυγατροθετώ — θυγατροθετῶ, έω (Μ) παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ στην ιστιοθήκη τού πλοίου τα ιστία τα οποία δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν άμεσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + θετῶ (< θέτης < θέτω), πρβλ. αγωνο θετώ, υιο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • πυροθετώ — έω, Α θερμαίνω κάτι βάζοντας φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ* + θετῶ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θετώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”