ἀγωνο-δίκης

ἀγωνο-δίκης

ἀγωνο-δίκης, Kampfrichter, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιθυδίκης — ἰθυδίκης, ὁ (Α) αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης] …   Dictionary of Greek

  • κακουργιοδίκης — ο δικαστής κακουργιοδικείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουργία + δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ξενοδίκαι — ξενοδίκαι, οι (Α) δικαστές που έλυναν τις διαφορές μεταξύ τών ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”