- ἀγωνιάτης
ἀγωνιάτης, ὁ, Wettkämpfer, Diog. L. 2, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγωνιάτης, ὁ, Wettkämpfer, Diog. L. 2, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγωνιάτης — ἀγωνιάτης, ο (Α) [ἀγωνία] (για πρόσωπα) αυτός που αγωνιά, που αδημονεί, νευρικός, ανήσυχος … Dictionary of Greek
ἀγωνιάτης — nervous person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek