ἀγχί-στροφος

ἀγχί-στροφος

ἀγχί-στροφος, dem Umkehren, Verändern nahe, ἀγχ. μεταβολαί, plötzliche Veränderungen, Thuc. 2, 53; ἀγχίστροφα βουλεύομαι, ich ändere schnell meinen Entschluß, Her. 7, 13; ἡ τύχη, veränderlich, wankelmüthig, D. Hal. 6, 19; Sp. – Adv. Longin. 22, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν …   Dictionary of Greek

  • παλίνστροφος — παλίνστροφος, ον (ΑΜ, Α και παλίστροφος, ον) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στροφός (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος] …   Dictionary of Greek

  • ηνιόστροφος — ἡνιόστροφος, ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. αγχί στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”