- ἀγχί-πολις
ἀγχί-πολις, Ἄρῆς, der Stadt nahe, sie schützend, Soph. Ant. 958; andere lesen ἀγχίπτολις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγχί-πολις, Ἄρῆς, der Stadt nahe, sie schützend, Soph. Ant. 958; andere lesen ἀγχίπτολις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγχίπολις — ἀγχίπολις και ποιητ. ἀγχίπτολις ( εως), ο, η (Α) αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόλις] … Dictionary of Greek