- ἀγχί-πορος
ἀγχί-πορος, nahe wandelnd, begleitend, κόλακες Agath. 65 (X, 64). Allgem.: nahe, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγχί-πορος, nahe wandelnd, begleitend, κόλακες Agath. 65 (X, 64). Allgem.: nahe, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγχίπορος — ἀγχίπορος, ον (Α) 1. αυτός που περνάει από κοντά 2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόρος] … Dictionary of Greek