- ὀγχέω
ὀγχέω, = ὀκχέω, ὀχέω; μόρον, κόνιν, Lycophr. 64. 1049.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀγχέω, = ὀκχέω, ὀχέω; μόρον, κόνιν, Lycophr. 64. 1049.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀγχήσει — ὀγχέω aor subj act 3rd sg (epic) ὀγχέω fut ind mid 2nd sg ὀγχέω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγχη — ὀγχέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀγχέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 … Dictionary of Greek