ἀγχιστεία

ἀγχιστεία

ἀγχιστεία, , nahe Verwandtschaft, τοῦ γένους Plat. Legg. XI, 924 d; ἡ πρὸς τὸ ϑεῖον ἀγχ, Plut. Num. 8. Dah. Erbfolgerecht, κατὰ τὴν ἀγχ, Is. 1, 4; μήϑ' ὁσίων ἀγχιστείαν νόϑῳ μηδὲ νόϑῃ εἶναι 6, 47; das Gesetz darüber, s. Ar. Av. 1661 u. Dem. 43, 51; τῆς ἀγχιστείας ἀποστερεῖν Lept. 102; vgl. Wolf.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγχιστεία — ἀγχιστείᾱ , ἀγχιστεία close kinship fem nom/voc/acc dual ἀγχιστείᾱ , ἀγχιστεία close kinship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστεῖα — ἀγχιστεία close kinship neut nom/voc/acc pl ἀγχιστεῖα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείᾳ — ἀγχιστείᾱͅ , ἀγχιστεία close kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεία — η συγγένεια που δημιουργήθηκε από γάμο, από συμπεθεριό: Είναι συγγενείς από αγχιστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγχιστείας — ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία close kinship fem acc pl ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία close kinship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείαν — ἀγχιστείᾱν , ἀγχιστεία close kinship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείων — ἀγχιστεία close kinship neut gen pl ἀγχιστεῖα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Родство —    • Άγχιστεία,          ближайшее кровное родство, как основание права наследования; круг такого родства простирался включительно до детей двоюродных братьев лица, оставляющего наследство …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀγχιστείαις — ἀγχιστεία close kinship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”