ἀ-ζυγής

ἀ-ζυγής

ἀ-ζυγής, ές, Sp., = ἄζυξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγῆς — ζυγέω march in line pres ind act 2nd sg (doric) ζυγή pair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευζυγής — εὐζυγής, ές (Α) φρ. «εὐζυγὴς γάμος» ταιριαστός, πετυχημένος γάμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγής (< ζυγόν), πρβλ. α ζυγής, καλλι ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγής — ές (Α ἰσοζυγής, ές) ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο αρχ. ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ , πρβλ. ἐ ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μονο ζυγής, νεο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • καλλιζυγής — καλλιζυγής, ές (Α) αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, ομο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • μονοζυγής — μονοζυγής, ές (Α) μονόζυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ζύγ ην), πρβλ. ισο ζυγής, καλλι ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • συζυγής — ές, ΝΑ αυτός που έχει ζευχθεί, που έχει ενωθεί με άλλον, συνδεδεμένος με άλλον νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε αναλογία, σε αντιστοιχία με άλλον, ανάλογος, παράλληλος 2. φυσ. χημ. χαρακτηρισμός διαδοχικών ομοιοπολικών χημικών δεσμών… …   Dictionary of Greek

  • νεοζυγής — νεοζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό τού γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ομοζυγής — ὁμοζυγής, ές (Α) ομόζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐ ζύγ ην), πρβλ. μονο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • τετραζυγής — ές, Α τετράζυγος* [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐζύγ ην), πρβλ. τρι ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • τριζυγής — ές, Α τρίζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ζυγής (< ζυγός), πρβλ. τετρα ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • βιοζυγής — βιοζυγής, ές (Α) φρ. «βιοζυγεῑς ὑμέναιοι» ο γάμος που ενώνει δυό ζωές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΒĺΟ: + ζυγής < εζύγην, παθ. αόρ. β του ρ. ζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”