ἀγυρμός

ἀγυρμός

ἀγυρμός, , das Herumgehen u. Einsammeln, vgl. ἀγείρω, Ath. VIII, 360 d, wo jetzt ἀγερμός steht; Babr. 102, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀγυρμός — ἄγυρις gathering masc nom sg ἀγυρμός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρμούς — ἄγυρις gathering masc acc pl ἀγυρμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρμόν — ἄγυρις gathering masc acc sg ἀγυρμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”