ἀγυρτάζω

ἀγυρτάζω

ἀγυρτάζω, einsammeln, herumgehend als Bettler, oder reisend, Gastgeschenke, χρήματα Hom. Od. 19, 284 (ἅπαξ εἰρημ.).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγυρτάζω — ἀγυρτάζω (Α) [ἀγύρτης] μαζεύω χρήματα ζητιανεύοντας …   Dictionary of Greek

  • ἀγυρτάζει — ἀγυρτάζω collect by begging pres ind mp 2nd sg ἀγυρτάζω collect by begging pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτάζειν — ἀγυρτάζω collect by begging pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρτῶν — ἀγύρτης collector masc gen pl ἀγυρτάζω collect by begging fut part act masc voc sg ἀγυρτάζω collect by begging fut part act neut nom/voc/acc sg ἀγυρτάζω collect by begging fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγυρτός got by begging fem gen …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγυρίζω — ἀγυρίζω (Α) [ἄγυρις] αγυρτάζω* …   Dictionary of Greek

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”