- ἀγυρτικός
ἀγυρτικός, bettlerisch u. gauklerisch, μάντις Plut. Lyc. 9; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγυρτικός, bettlerisch u. gauklerisch, μάντις Plut. Lyc. 9; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγυρτικός — vagabond masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγυρτικός — ή, ό (Α ἀγυρτικός, ή, όν) [ἀγύρτης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε αγύρτη, απατηλός, αλήτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγυρτικόν απάτη, απατεωνιά … Dictionary of Greek
αγυρτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αγύρτη: Μεταχειρίστηκε αγυρτικές μεθόδους για να πετύχει τους σκοπούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγυρτικά — ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc pl ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc/acc dual ἀγυρτικά̱ , ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικῶν — ἀγυρτικός vagabond fem gen pl ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικόν — ἀγυρτικός vagabond masc acc sg ἀγυρτικός vagabond neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικαῖς — ἀγυρτικός vagabond fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικαί — ἀγυρτικός vagabond fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικοῦ — ἀγυρτικός vagabond masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικούς — ἀγυρτικός vagabond masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυρτικῆς — ἀγυρτικός vagabond fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)