- ἀγυρτευτής
ἀγυρτευτής, ὁ, = ἀγύρτης, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγυρτευτής, ὁ, = ἀγύρτης, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγυρτευτής — ἀγυρτευτής, ο (Μ) [ἀγυρτεύω] ο αγύρτης* … Dictionary of Greek
αγυρτεύω — ἀγυρτεύω (AM) είμαι αγύρτης, ζω ζητιανεύοντας σαν αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγύρτης. ΠΑΡ. ἀγυρτεία μσν. ἀγυρτευτής] … Dictionary of Greek