- ἀκτῑνο-βολία
ἀκτῑνο-βολία, ἡ, das Strahlenwerfen, Plut. ad princ. iner. 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκτῑνο-βολία, ἡ, das Strahlenwerfen, Plut. ad princ. iner. 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψυχοβολία — η, Ν ακτινοβολία που, σύμφωνα με ορισμένες δοξασίες, εκπέμπεται από το σώμα τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + βολία (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολία] … Dictionary of Greek