ἀετῑτης

ἀετῑτης

ἀετῑτης λίϑος, Adlerstein, Ael. N. A. 1, 35.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀετίτης — eagle stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετίτης — ο ή αετόπετρα, η σύγκριμα αργιλικού σιδηρομεταλλεύματος με μέγεθος περίπου καρυδιού, το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι παίρνει ο αετός στη φωλιά του για να διευκολύνει την ωοτοκία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. ἀετίτης < αετός + ίτης] …   Dictionary of Greek

  • ἀετίτην — ἀετίτης eagle stone masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀετίτῃ — ἀετίτης eagle stone masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • etites — (Del lat. aetites < gr. aetites < aetos, águila.) ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Concreción natural de óxido de hierro que se presenta en forma de pequeñas masas redondeadas, huecas y con un nódulo suelto en su interior. IRREG. plural… …   Enciclopedia Universal

  • αετόλιθος — ο ο αετίτης* …   Dictionary of Greek

  • αετόπετρα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 212 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 108 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • κρατητήρα — η (Μ κρατητήρα) [κρατώ] είδος λίθου, ο αετίτης, για τον οποίο υπάρχει λαϊκή δοξασία ότι συγκρατεί το έμβρυο στη μήτρα και εμποδίζει την αποβολή, όταν τόν κρατεί η έγκυος γυναίκα μσν. λειτουργικό σκεύος, πιθ. ο αστερίσκος …   Dictionary of Greek

  • etites — (Del lat. aetītes, y este del gr. ἀετίτης [λίθος], [piedra] aguileña). f. Concreción de óxido de hierro en bolas informes, compuesta de varias capas concéntricas de color amarillo y pardo rojizo, generalmente con un nódulo de la misma sustancia… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”