- ὀκτώ-πηχυς
ὀκτώ-πηχυς, = ὀκτάπηχυς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτώ-πηχυς, = ὀκτάπηχυς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκτάπηχυς — υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς) αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς] … Dictionary of Greek