- ἀκτέριστος
ἀκτέριστος, dass., νέκυς Soph. Ant. 1058; παστάς 1192; Lycophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκτέριστος, dass., νέκυς Soph. Ant. 1058; παστάς 1192; Lycophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακτέριστος — ἀκτέριστος, ον (Α) [κτερίζω] αυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμές αυτός που έμεινε άταφος … Dictionary of Greek
ἀκτέριστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτέριστον — ἀκτέριστος masc/fem acc sg ἀκτέριστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτέριστοι — ἀκτέριστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτερέιστον — ἀκτερέϊστον , ἀκτέριστος masc/fem acc sg ἀκτερέϊστον , ἀκτέριστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτερέιστος — ἀκτερέιστος, ον (Α) [κτερεΐζω] ο ακτέριστος … Dictionary of Greek
ακτερής — ἀκτερής ( οῡς), ές (Α) ο ακτέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτερής < κτέρας «κτήμα, δώρο»] … Dictionary of Greek
παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… … Dictionary of Greek