- ὀκτά-κνημος
ὀκτά-κνημος, achtspeichig, κύκλα, Il. 5, 723.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτά-κνημος, achtspeichig, κύκλα, Il. 5, 723.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράκνημος — και δωρ. τ. τετράκναμος, ον, Α (για τροχό) αυτός που έχει τέσσερεις ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ὀκτά κνημος] … Dictionary of Greek
οκτάκνημος — ὀκτάκνημος, ον (Α) (για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + κνημος (< κνήμη), πρβλ. τετρά κνημος] … Dictionary of Greek