- ὀκτάς
ὀκτάς, άδος, ἡ, die Zahl acht, Macedon. 28 b (VI, 40), τέτρατος ἤδη ὀκτάδος ἑνδεκάτης λυκάβας, das vierundachtzigste Jahr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτάς, άδος, ἡ, die Zahl acht, Macedon. 28 b (VI, 40), τέτρατος ἤδη ὀκτάδος ἑνδεκάτης λυκάβας, das vierundachtzigste Jahr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτάς — the number eight fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτάς — (I) ο αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους β) ως κύριο όν. ο Οκτάς αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, ntis «οκταμερές όργανο» < λατ … Dictionary of Greek
ὀκτά — ὀκτάς the number eight fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάδα — ὀκτάς the number eight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάδας — ὀκτάς the number eight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάδες — ὀκτάς the number eight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάδι — ὀκτάς the number eight fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάδος — ὀκτάς the number eight fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκτάδων — ὀκτάς the number eight fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκτάδα — και οχτάδα, η (Α ὀκτάς) [οκτώ] 1. σύνολο από οκτώ μονάδες («παράταξη λόχου σε οκτάδες») νεοελλ. φρ. «κανόνας οκτάδων» χημ. αρχή σύμφωνα με την οποία τα χημικά στοιχεία με ατομικούς αριθμούς γειτονικούς με τους ατομικούς αριθμούς τών ευγενών… … Dictionary of Greek
οκτάδιον — ὀκτάδιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλάθιον πρὸς όρνιθάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με ὀκτάς, άδος] … Dictionary of Greek