ὀκτά-πεδος

ὀκτά-πεδος

ὀκτά-πεδος, = ὀκτάπους, dor., Tabul. Heracl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • πεντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε ποδών, ο πεντάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πεδος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. οκτά πεδος] …   Dictionary of Greek

  • τετρακαιδεκάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα + πεδος (< πέζα* < * πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. ὀκτά πεδος] …   Dictionary of Greek

  • οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”