- ἀετο-φόρος
ἀετο-φόρος, aquilifer, Orac. Sib. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀετο-φόρος, aquilifer, Orac. Sib. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αετοφόρος — (aetophorus). Ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβίδων. Το σώμα τους είναι πολύ μικρό και φτάνει μόλις τα 0,6 έως 0,7 εκ. Ζουν κοντά σε έλη και κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Είναι έντομα νυχτόβια και φυτοφάγα. * *… … Dictionary of Greek