ἀκτηρίς

ἀκτηρίς

ἀκτηρίς, ίδος, ἡ, Stab, Achaeus bei Poll. 10, 157.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκτηρίς — staff fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτηρίδα — ἀκτηρίς staff fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτηρίδα — η (Α ἀκτηρίς, ίδος) (νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) τού σταθμίου* τού κιλλίβαντα*, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα τού πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό αρχ. 1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα 2. ξύλινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”