- ὀκτα-έτις
ὀκτα-έτις, ιδος, ἡ, fem. zu ὀκταέτης, Plat. Ep. XIII, 361 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτα-έτις, ιδος, ἡ, fem. zu ὀκταέτης, Plat. Ep. XIII, 361 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταετής — και οχταετής, ές και οκταέτης, άετες, θηλ. και έτις (Α ὀκταετής, ές και ὀκταέτης, άετες, θηλ. και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές») 2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ… … Dictionary of Greek