- ἀκτινόεις
ἀκτινόεις, strahlend, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκτινόεις, strahlend, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακτινόεις — ἀκτινόεις, εσσα, εν (Α) [ἀκτίς] αυτός που ακτινοβολεί … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek