- ὀκτα-σκελής
ὀκτα-σκελής, ές, achtfüßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτα-σκελής, ές, achtfüßig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρασκελής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια αρχ. 1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα 2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος 3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα… … Dictionary of Greek
οκτασκελής — ὀκτασκελής, ές (Α) αυτός που έχει οκτώ σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρα σκελής] … Dictionary of Greek