- ὀκτα-πλάσιος
ὀκτα-πλάσιος, achtfach; Ar. Equ. 70; ὀκταπλασίαν μοῖραν, Plat. Tim. 35 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτα-πλάσιος, achtfach; Ar. Equ. 70; ὀκταπλασίαν μοῖραν, Plat. Tim. 35 c; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταπλάσιος — και οχταπλάσιος, α, ο (Α ὀκταπλάσιος, ία, ον) αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. επίρρ... οκταπλασίως και οκταπλάσια και οχταπλάσια (Α ὀκταπλασίως) κατά οκτώ φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πλάσιος*] … Dictionary of Greek