- ὀκτα-πόδης
ὀκτα-πόδης, = Folgdm; ἄξων, Hes. O. 427; bei Nic. Th. 605 der Krebs.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτα-πόδης, = Folgdm; ἄξων, Hes. O. 427; bei Nic. Th. 605 der Krebs.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταπόδης — ὀκταπόδης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια 2. αυτός που έχει οκτώ πόδια («ὀκταπόδης καρκίνος», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. επτα πόδης] … Dictionary of Greek