- ὀκτω-στάδιος
ὀκτω-στάδιος, = οκταστάδιος, Strab., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀκτω-στάδιος, = οκταστάδιος, Strab., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιγοστάδιος — ὀλιγοστάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση λίγων σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο) + στάδιον (πρβλ. οκτω στάδιος)] … Dictionary of Greek
οκταστάδιος — ὀκταστάδιος και ὀκτωστάδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ στάδια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταστάδιον μήκος οκτώ σταδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + στάδιον (πρβλ. εξα στάδιος)] … Dictionary of Greek