- ἀκρ-ῶνυξ
ἀκρ-ῶνυξ, = ἀκρ-ωνυχία, ἡ, Nagelspitze, VLL. Bei Xen. Hell. 4. 6, 7 u. An. 3, 4, 37 ist ἀκρωνυχία ὄρους u. §. 38 ohne ὄρους Bergspitze. So noch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρ-ῶνυξ, = ἀκρ-ωνυχία, ἡ, Nagelspitze, VLL. Bei Xen. Hell. 4. 6, 7 u. An. 3, 4, 37 ist ἀκρωνυχία ὄρους u. §. 38 ohne ὄρους Bergspitze. So noch Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευθυώνυξ — εὐθυῶνυξ, ὁ, ἡ και εὐθυώνυχος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει ίσια νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + όνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ακρ ώνυξ, γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] … Dictionary of Greek