- ἀερῖτις
ἀερῖτις, luftfarbig, ἀνάγαλλις Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀερῖτις, luftfarbig, ἀνάγαλλις Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… … Dictionary of Greek