- ἀκρῑβο-λόγος
ἀκρῑβο-λόγος, genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκρῑβο-λόγος, genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρηνολόγος — ο αυτός που θρηνολογεί, ο μοιρολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λογος < λόγος (πρβλ. ακριβο λόγος, γενεα λόγος)] … Dictionary of Greek
καθαρολόγος — ο αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρο λόγος, ακριβο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο] … Dictionary of Greek
κομψολόγος — ο (Α κομψολόγος, ον) αυτός που μιλά ή γράφει κομψά, καλλιεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + λόγος (< λόγος), πρβλ. ακριβο λόγος, λεπτο λόγος] … Dictionary of Greek
ευθυλόγος — εὐθυλόγος, ον (Α) ο ευθυεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + λόγος < λέγω (πρβλ. ακριβο λόγος, ετυμο λόγος)] … Dictionary of Greek
ακριβόλογος — η, ο 1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία 2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + λογος < λέγω] … Dictionary of Greek
θανατολογούμαι — θανατολογοῡμαι, έομαι (Μ) λέγεται πως είμαι νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + λογούμαι (< λογος < λόγος), πρβλ. ακριβο λογούμαι] … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek