- ἀ-κρή-δεμνος
ἀ-κρή-δεμνος, ohne Kopfband. Opp. C. 1, 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-κρή-δεμνος, ohne Kopfband. Opp. C. 1, 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλικρήδεμνος — καλλικρήδεμνος, ο, η (Α) αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα τού κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρή δεμνος (< κρή δεμνον*), πρβλ. κυανο κρή δεμνος, λιπαρο κρή δεμνος] … Dictionary of Greek